- καλοκοίμητος
- -η, -ο (Α καλοκοίμητος, -ον)αυτός που έχει κοιμηθεί καλά, δηλ. που είχε καλό θάνατονεοελλ.ως ευχή για νεκρούς («καλοκοίμητος νά'ναι εκεί που βρίσκεται»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοκοίμητος — η, ο που έχει κοιμηθεί καλά (κυρίως σε ευχή για νεκρούς): Να ναι καλοκοίμητος ο μακαρίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)